Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εκτεταμένος
- απόδοση: που εκτείνεται σε μεγάλη έκταση ή ενέργεια
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η χώρα εδέχθη εκτεταμένη χιονόπτωση > βροχόπτωση > χαλαζόπτωση
προσέφερε αγόγγυστα & αφειδώς εκτεταμένες υπηρεσίες