Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
- απόδοση: που αναφέρεται σε ιδιαίτερο είδος καταστάσεις ή περιπτώσεις
- αντίθετο: γενικός
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
απαιτείται να το αναλάβει ειδικός τεχνίτης
απολαμβάνει ειδικών προνομίων
ετέθη ως λ όρος στο προταθέν συμβόλαιο
κάλεσε ειδικό γιατρό στα ορθοπεδικά
κάλεσε ειδικό συνεργείο για τον εκβραχισμό
κατέχει & ειδικές γνώσεις
μερίμνησε & για τα άτομα με ειδικές ανάγκες
παραλαλώ αναφέρατε επ’ ακριβώς το ειδικό βάρος
προβλέπεται ειδική διάταξη
τις σχέσεις τους διέπει ειδικό καθεστώς
φέρει ειδικές προδιαγραφές υψηλού τεχνολογικού επιπέδου
χαίρει ειδικής αντιμετώπισης > μεταχείρισης
χρησιμοποιείται σε ειδικές περιπτώσεις