Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ειδήμων
- απόδοση: που γνωρίζει κάτι σε ικανοποιητικό βαθμό
- συγγενές: ειδήμονας
- γένη: -ων -ων -ον
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ο φερόμενος ως λ σε θέματα ποινικού δικαίου