Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εθιμοτυπικός
- απόδοση: που γίνεται σύμφωνα με τους κανόνες της εθιμοτυπίας
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
το δώρο της υπήρξε εθιμοτυπικό από ευχαρίστηση δε το τοποθέτησε σε εμφανές μέρος του διαμερίσματος