Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
- απόδοση: που μπορεί να φέρει αποτέλεσμα ή να επιτύχει στόχο λόγω ικανοτήτων ή διαθέτουσας δύναμης & επιρροής
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
απέδειξε ότι είναι ικανό άτομο
άτομο αδίστακτο ικανό να θυσιάσει τους πάντες & τα πάντα
εκ του αποτελέσματος αναδείχθηκε ως ο ικανότερος όλων
έκτοτε διέρρευσε ικανό διάστημα
ικανός…
λ για όλα & για τα πλέον ακραία πράγματα
λ να ανατρέψει τα δεδομένα
λ να αφαιρέσει ζωή
λ να πείθει & τους πλέον δύσπιστους
λ προς εργασίαν
λ στο να αναλύει με ψυχραιμία τα συμβαίνοντα
λ στο να ενθαρρύνει
λ στους διπλωματικούς ελιγμούς
ικανότατος…
λ μηχανικός που κατόρθωσε το ακατόρθωτο
λ σε παρασκηνιακούς χειρισμούς
λ στο δούναι & λαβείν