Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ικανοποιητικός
- απόδοση: που ικανοποιεί ή δύναται να ικανοποιήσει
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
έδωσε λακωνική μεν αλλά αρκούντως ικανοποιητική απάντηση
έλαβε ικανοποιητικό ποσό ως αποζημίωση
πρότεινε ικανοποιητική λύση για την αντιμετώπιση της εντάσεως