Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ιδεώδης
- απόδοση: ο ευρισκόμενος σε ανώτερο επίπεδο τελειότητας
- γένη: -ης -ης -ες
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
από νέος οραματίζεται μία ιδεώδη κοινωνία
αυτοθαυμάζεται θεωρών εαυτόν ό,τι παρουσιάζει ιδεώδη ομορφιά
θεωρείται λ τόπος παραθερισμού