Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
θορυβώδης
- απόδοση: που προκαλεί θόρυβο / που επικρατεί θόρυβος
- αντίθετο: αθόρυβος
- γένη: -ης -ης -ες
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
άμουσος άνθρωπος που αρέσκεται σε θορυβώδη μουσική
δεν αντέχεται την βρίσκω ενοχλητική έως λ παρουσία
θορυβώδες περιβάλλον & άκρως ενοχλητικό
λ μοτοσικλετιστής μονίμως διασαλεύων την κοινή ησυχία