Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ηυξημένος
- απόδοση: που τον έχουν αυξήσει / που έχει αυξηθεί
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
επιφορτίσθηκε ηυξημένες αρμοδιότητες
λόγω ικανοτήτων του απέδωσαν ηυξημένες ευθύνες
το στράτευμα αντιμετωπίζει ηυξημένες ανάγκες νεοσυλλέκτων ανδρών