Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ησυχία
- απόδοση: η απουσία θορύβου
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
επικρατεί υπερβολικός θόρυβος λίγη λ παρακαλώ
σιγοτραγουδούσε στην απόλυτη λ της νύκτας
στην αίθουσα χορού επικρατούσε άκρα λ
τον καθύβρισε διότι παρενοχλεί τους πάντες σε ώρα κοινής ησυχίας
τυγχάνει γέρων & ασθενής ας τον αφήσουμε στην λ του