Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ήμισυς
- απόδοση: μισός / το εν δεύτερο
- γένη: -ήμισυς -ημίσεια -ήμισυ
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αγόρασαν το κτήμα εξ ημισείας
αναμένει να εμφανισθεί το έτερον ήμισυ
το κτήμα του ανήκει κατά το ήμισυ