Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ηδονικός
- απόδοση: που προκαλεί ηδονή
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
επιδιώκει την ηδονική απόλαυση του καφέ
ερεθίζομαι με τα πληθωρικά ανεπτυγμένα & ηδονικά χείλη
μου προσέφερε απίστευτα ηδονικό χαμόγελο
φέρει το ίδιο ηδονικό άρωμα