Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
- απόδοση: ο εν ζωή ευρισκόμενος / που υπάρχει / που υφίσταται
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
απολαύσαμε το φαγητό μας με ζωντανή μουσική
δια του παρουσιαστικού που έχει αποτελεί ζωντανό θέαμα
έχει ζωντανές μνήμες από τα δραματικά γεγονότα των Δεκεμβριανών
η εκπομπή θα μεταδοθεί σε ζωντανή αναμετάδοση
η μουσική προέρχεται από συναυλία σε ζωντανή ηχογράφηση
η περίπτωση αποτελεί ζωντανό παράδειγμα
θάφτηκε λ στα ερείπια του κτιρίου
παρά την οργανική καταβολή διαθέτει ζωντανό πνεύμα
τι άλλο θέλεις ιδού μία ζωντανή απόδειξη
τον αναφέρω ως ζωντανό παράδειγμα
υπήρξε λ άνθρωπος