Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
δύσκολος
- απόδοση: που απαιτεί κόπο ή παρουσιάζει εμπόδια / που δεν ικανοποιείται / στριφνός / ιδιότροπος / δύστροπος / δυσκολοθεράπευτος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αντιμετωπίζει δύσκολη κατάσταση
προέκυψε λ τοκετός
πωλητής ικανός να αντιμετωπίσει με άνεση & τον πλέον δύσκολο πελάτη
σήμερα αντιμετωπίσαμε δύσκολη δουλειά
το βρίσκω δύσκολο να συμμετάσχω στη διαδήλωση για το Κυπριακό
υπήρξε λ άνθρωπος