Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
δυσάρεστος
- απόδοση: που προκαλεί θλίψη ενόχληση απογοήτευση ή αποστροφή
- αντίθετο: ευχάριστος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αντιμετωπίζει τελευταίως δυσάρεστη κατάσταση
ας αφήσουμε τις δυσάρεστες αναμνήσεις που ουδόλως εξυπηρετούν
βρίσκομαι σε δυσάρεστη θέση
εκ του υπογείου αναδύετε δυσάρεστη οσμή
έχω κάτι το δυσάρεστο να σου πω
κυριαρχεί εντός μου ένα δυσάρεστο συναίσθημα
με τη συμπεριφορά του έγινε λ σε πολύ κόσμο
προέκυψε δυσάρεστο αποτέλεσμα
το βρίσκω ολότελα δυσάρεστο