Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
διττός
- απόδοση: που είναι διπλός σε μέγεθος ή σε ποσότητα / που έχει δύο μορφές
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
εύκολα αντιληπτό ό,τι ο σκοπός του είναι λ