Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
διερχόμενος
- απόδοση: περνώ από κάπου / περνώ κάποια φάση της ζωής ή της εξέλιξής μου
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
λ του Συντάγματος συνάντησε την πρώην σύζυγο πλησίον του μετρό
λ του Ναυπλίου διανυκτέρευσε προς ανάπαυσή του σε πανσιόν