Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
διαφορετικός
- απόδοση: που παρουσιάζει διαφορές από το σύνηθες / που εμφανίζεται με μορφή άλλη από αυτή που είχε προηγούμενα
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
εξετάζοντας την όλη κατάσταση διαμόρφωσε διαφορετική εκτίμηση περί αυτής
εξέφρασε εντελώς διαφορετική γνώμη για τα συμβαίνοντα
έχει ολότελα διαφορετική άποψη για το συμβάν
κατέλαβε διαφορετική θέση επί του θέματος
υπήρξε άνθρωπος διαφορετικών αντιλήψεων