Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
διαφαινόμενος
- απόδοση: που μόλις αρχίζει να διακρίνεται ή να γίνεται αντιληπτός
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
επισήμανε τους κινδύνους που ενδεχομένως αντιμετωπίσει η εταιρεία από την διαφαινόμενη επένδυση στις Ινδίες