Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
διασκεδαστικός
- απόδοση: που συντελεί στην διασκέδαση ατόμου ή ομάδος
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
άκρως ενδιαφέρον & διασκεδαστικό θέαμα
απόλαυσε μία άνευ προηγουμένου διασκεδαστική συζήτηση
μας προσέφερε μία διασκεδαστική αφήγηση της καταστάσεως
πρόκειται για ευχάριστο & διασκεδαστικό άτομο