Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
διαρρέων
- απόδοση: ο απομακρυνόμενος από χώρο που βρισκόταν με άλλους / που παύει να ανήκει κάπου / που βρίσκει διέξοδο από περιορισμένο χώρο
- γένη: -ων -ουσα -ον
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
προσπαθεί να συγκρατήσει την διαρρέουσα πελατεία της εταιρείας