Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
διακριτικός
- απόδοση: ο συμπεριφερόμενος με λεπτότητα / ο μη αναμειγνυόμενος σε προσωπικές υποθέσεις / που δεν προσελκύει την προσοχή / που δεν γίνεται αντιληπτός
- αντίθετο: αδιάκριτος
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
εδέχθη εκ μέρους της διακριτική πίεση
εμφανίσθηκε στη συζήτηση κρατώντας στάση διακριτικής παρουσίας
επέδειξε διακριτική στάση στο πρόβλημα που αντιμετωπίζει τελευταίως
λ στις κινήσεις του
τηρεί στάση διακριτικής αδιαφορίας επί της καταστάσεως
το άφησε στην διακριτική ευχέρεια του ενδιαφερόμενου