Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
διαδεχόμενος
- απόδοση: που ανέλαβε θέση ή αξίωμα που κατείχε ο αποχωρών
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
λ τον πατέρα στην διοίκηση της οικογενειακής επιχείρησης πρωτίστως φρόντισε & εκσυγχρόνισε τις εγκαταστάσεις του εργοστασίου