Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
δακτυλοδεικτούμενος
- απόδοση: ο φερόμενος ως παράδειγμα προς μίμηση ή αποφυγή
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
επέδειξε δακτυλοδεικτούμενη συμπεριφορά
κρίνω πως υπήρξε δακτυλοδεικτούμενο παιδί