Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
γραφικός
- απόδοση: που σχετίζεται με τη γραφή / άτομο με ιδιαιτερότητες οι οποίες το καθιστούν συμπαθή
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
απασχολείται σε ιδιωτική επιχείρηση όπου εκτελεί γραφική εργασία
επιδίδεται με άνεση & ευχέρεια στις γραφικές τέχνες
στο γραφείο του βρίσκεις κάθε είδους γραφική ύλη
ψυχικό νόσημα τον οδήγησε στο να εξελιχθεί σε γραφικό τύπο