Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
γενικός
- απόδοση: που καλύπτει σύνολο πραγμάτων περιπτώσεων ή προσώπων / που αφορά ή περιλαμβάνει όλα τα πρόσωπα ενός συνόλου / που αντιμετωπίζει κάτι συνολικά / που δεν υπεισέρχεται σε λεπτομέρειες / που δεν είναι ειδικός ή ορισμένος / που καλύπτει ευρύ φάσμα / που προκαλεί ασάφεια & αοριστία / που η δικαιοδοσία προσώπου καλύπτει ευρύ διοικητικό φάσμα
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αδυνατεί να αποκτήσει γενική θεώρηση του θέματος
απασχολείται σε τεχνική εταιρεία ως εργάτης γενικών καθηκόντων
απέκτησε μία γενική εικόνα της καταστάσεως
από τον Λυκαβηττό αποκτάς γενική άποψη της πόλεως
αύριο έχουμε αρκετή εργασία διότι προβλέπεται γενική καθαριότητα
εις εκ των καλουμένων επίστρατων κατά τη γενική επιστράτευση
έχει άριστη γενική παιδεία
η γενική συνέλευση αναβλήθηκε λόγω ελλείψεως απαρτίας
παρατηρείται γενική διάλυση λόγω διακοπών
τοποθετήθηκε σε οργανισμό ως λ γραμματέας