Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
γενίκευση
- απόδοση: επέκταση σε ευρύτερο σύνολο για ό,τι ισχύει σε περιορισμένη κλίμακα
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
με περισσή ευκολία απλοποιεί τα πράγματα καταφεύγοντας σε υπερβολές τόσο που προκύπτουν εξόφθαλμες & λίαν χονδροειδείς γενικεύσεις
ως συνομιλητής αριστεύει στο να παγιδεύει τον διαλεγόμενο με γενικεύσεις υπεκφεύγοντας κατ΄ ουσίαν το συζητούμενο