Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
γελοιοποιημένος
- απόδοση: που οι περιβάλλοντες αυτόν τονίζουν ιδιαίτερα τα αρνητικά του στοιχεία / που τον διακωμωδούν
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
την ήττα διαδέχθηκε η εικόνα του γελοιοποιημένου ιππότη