Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
βασικός
- απόδοση: ο θεμελιώδης / ο θεμελιακός / ο αρχικός / ο ουσιώδης / ο καθοριστικός / ο σημαντικός / ο κύριος
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αποτελεί βασική αιτία της παρατηρούμενης φοροδιαφυγής
βασική έννοια της κοινωνιολογίας
βασικός…
λ λόγος της παταγώδους αποτυχίας που προέκυψε
λ οδικός άξονας του εθνικού δικτύου
λ παίκτης της ομάδος
λ παράγοντας του ποδοσφαίρου