Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
βαρύς
- απόδοση: τα αντίθετα του ελαφρός
- γένη: -ής -εία -ύ
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αντιμετωπίζει βαρύτατες κατηγορίες & το ενδεχόμενο φυλακίσεως
αντιμετώπισε το θάνατο λόγω βαρύτατης ασθένειας
άπαντες του καταλογίζουν βαρύτατες ευθύνες
από το πτώμα του άτυχου σκύλου αναδύεται βαριά οσμή
εδέχθη βαρύτατο χαρακτηρισμό δια το άτομό του
η απώλειά του υπήρξε πλήγμα βαρύ & καθοριστικό της περαιτέρω ζωής
λαχτάρησα ένα βαρύ καφέ
οι έξεις που τον διακατέχουν έχουν βαρύτατες επιπτώσεις στην υγεία
ομιλεί την Γαλλική με βαριά προφορά
περιέπεσε σε βαρύτατο σφάλμα > ολίσθημα
προκάλεσε τον θαυμασμό το βαρύ κόσμημα που της εδώρησε
συνήθως κάνει βαρύ ύπνο