Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
βαλλόμενος
- απόδοση: που δέχεται επίθεση ή κατηγορίες / που μέμφεται
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ασφυκτιά η βαλλόμενη πόλη υπό του εχθρού
πλήθος θηρευτών καταδιώκει βαλλόμενη ομάδα
πρόκειται για την πλέον βαλλόμενη τάξη