Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
- απόδοση: ως μονάδα είδους σε αντιδιαστολή με το ανήκον σύνολο
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
λ αδίστακτο
λ ανώτερου πνευματικού επιπέδου
λ απαίδευτο & ανιστόρητο
λ ασόβαρο
λ αστικής καταγωγής
λ άτεγκτο χωρίς στοιχειώδη ανθρωπιά πάνω του
λ βουλιμικό
λ δημιουργικής φαντασίας
λ διαθέτων το θάρρος της γνώμης του
λ διαρκώς εξελισσόμενο
λ δρων δια της σαλαμοποίησης
λ δύστροπο
λ έμπλεο υπερηφάνειας
λ επιλύων προβλήματα κατά προτεραιότητα
λ επιρρεπές στην ευταξία
λ έχων παράλογες φαντασιώσεις
λ θερμοκέφαλο
λ θολής σκέψης & ταραγμένου ψυχισμού
λ ιδιαιτέρου ψυχισμού & χαρισμάτων
λ ικανό να αυτονομηθεί προ του κινδύνου
λ ικανό να διαλύσει τα πάντα
λ ικανοτήτων
λ καλλιεργημένο & λεπταίσθητο
λ καλού λέγειν
λ καλού χαρακτήρα
λ κατά τεκμήριο ικανότατο
λ κατώτερης > ανωτέρας τάξεως
λ κινούμενο αυτοβούλως
λ κοινωνικότατο
λ με άνεση στις σχέσεις με το ωραίο φύλλο
λ με γνώσεις
λ με ειδικές ανάγκες
√ απόδοση: ΑΜΕΑλ με ερεβώδη ζωή
λ με ευθυκρισία
λ με καθαρή σκέψη & ήρεμο ψυχισμό
λ με κουλτούρα > παιδεία
λ με σοφία
λ με ταλέντο στη μουσική
λ μνήμης ασθενικής > εκπληκτικής > επιλεκτικής > ελέφαντα
λ περιορισμένης διανοήσεως
λ ποιότητος
λ που απορρίπτει τις 'ετικέτες'
λ που πράττει & λειτουργεί κατά συνείδηση
λ που το χαρακτηρίζει διακριτικότητα κινήσεων
λ ρέπων στην ανοησία
λ σκληρό & αδίστακτο
λ σκοτεινού παρελθόντος
λ σνομπ
λ στερούμενο ηθικής > πνοής
λ συνεπές
λ συνεργάσιμο στις συναλλαγές με τρίτους
λ τέστα ντούρα
λ των άκρων
λ των υπερβολών
λ υψηλών γνωριμιών
λ χαμηλού νοητικού επιπέδου & απλοϊκών σκέψεων
λ ωραιοπαθές