Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
άψυχος
- ε, ο στερούμενος ψυχής, που διαθέτει μόνο υλική υπόσταση, ο χωρίς ζωντάνια & ζωηρότητα, ο πεθαμένος
- { -ος -η -ο }
έφυγαν οι πρόγονοι ημών & μας άφησαν τα άψυχα μνημεία
παρακολουθήσαμε μία άψυχη διάλεξη