Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αψυχολόγητος
- απόδοση: που δεν έχει ψυχολογηθεί επαρκώς / λανθασμένη συμπεριφορά που δεν λαμβάνει υπ’ όψιν υπάρχουσες ιδιαιτερότητες
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
υπήρξε εκτός τόπου & χρόνου & η ενέργειά του παντελώς αψυχολόγητη