Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
άφιλος
- απόδοση: ο ζων χωρίς φίλους
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
πρόκειται για άφιλο άτομο ακολουθούμενο από πλήθος υποκρινόμενων αυλικών όπως ημιμαθείς ολιγογράμματους δοκησίσοφους ατάλαντους & άμουσους άπαντες συνδεόμενοι μεταξύ των με υποβόσκουσα λυκοφιλία