Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αυτούσιος
- απόδοση: ο αμετάβλητος / που παραμένει ως είχε
- γένη: -ος -α -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
παρέθεσε το κείμενο της συμφωνίας αυτούσιο άνευ περικοπών