Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αυτοκέφαλος
- απόδοση: ο έχων το αυτεξούσιο σε σχέση με κάθε ανώτερο κέντρο εξουσίας
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος > της Κρήτης