Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αυτοαναιρούμενος
- απόδοση: αυτοδιαψευδόμενος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
λ διαρκώς που φάσκει & αντιφάσκει
λ διαρκώς που φάσκει & αντιφάσκει