Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αυταρχικός
- απόδοση: που αποφασίζει & ενεργεί χωρίς να λαμβάνει υπ’ όψιν τη γνώμη των άλλων
- συγγενές: δεσποτικός
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
επί οικογενειακών θεμάτων επιδεικνύει αυταρχική συμπεριφορά
η παρούσα κυβέρνηση εκφράζει αυταρχική διακυβέρνηση