Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αυστηρός
- απόδοση: που δεν δείχνει επιείκεια κατανόηση ή διάθεση να παραβλέψει σφάλμα / που είναι πολύ ακριβής / που στο στόλισμα του εαυτού ή στο διάκοσμο είναι ανεπιτήδευτος
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
απαίτησε από το προσωπικό αυστηρά πειθαρχία
άτομο αυστηρών ηθών > αρχών > αντιλήψεων
για την πάταξη της φοροδιαφυγής ελήφθησαν αυστηρά μέτρα
εδέχθη αυστηρότατους περιορισμούς
ιδιαίτερα λ με την ώρα
κυκλοφορεί με ιδιαίτερα αυστηρό ντύσιμο