Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
άτυχος
- απόδοση: ο στερούμενος καλής τύχης / κακότυχος / δύστυχος
- αντίθετο: τυχερός
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ως ναυαγός υπήρξε λ το πτώμα του δε εξεβράσθη σε βραχώδη ακτή της νοτίου Κρήτης