Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ατυχής
- απόδοση: που αφορά κυρίως ενέργεια ή γεγονός
- γένη: -ής -ής -ές
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ατυχές περιστατικό
βρίσκω ατυχή σύγκριση την μεταξύ των δύο επιφανών ανδρών
η γνωριμία με συμπαθή κυρία προκάλεσε ατυχή γάμο που κατέληξε σε διαζύγιο
λ ερωτική σχέση η οποία & τον ταλαιπώρησε
παρά τις άοκνες προσπάθειες προέκυψε λ κατάληξη
παρακαλώ θεώρησε το γεγονός ως ατυχές συμβάν
σήμερα προ του γραφείου είχα μία ατυχή συνάντηση
συνέβη σε ατυχή στιγμή
του συνέβη μία λ κατάσταση
υπήρξε λ συγκυρία