Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
άτεγκτος
- απόδοση: σκληρός / αμείλικτος / ανελέητος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
πράος & μειλίχιος πλην όμως λ ο κύριος
λ ο κύριος
πράος & μειλίχιος πλην όμως λ ο κύριος