Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
- απόδοση: ο υπερέχων συγκρινόμενος με άλλους / ο στον υπερθετικό βαθμό καλός
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
έκανε άριστες σπουδές στα νομικά
η μεθόδευση που επέλεξε παρήγαγε άριστα αποτελέσματα
θεωρείται λ συνεργάτης
με την πρώην σύζυγο διατηρούν άριστες σχέσεις
ο τεχνικός έλεγχος απέδειξε ότι το όχημα βρίσκεται σε αρίστη κατάσταση
πρόκειται για άριστο γνώστη της Λατινικής
προσφέρει άριστη ποιότητα φαγητού
το σχολείο προσφέρει από παράδοση άριστο επίπεδο σπουδών
το φιλμ προσφέρει επίσης αρίστη μουσική υπόκρουση
τον θεωρώ άριστο ομιλητή > ακροατή
υπήρξε λ γραφολόγος εκ των εγκριτέρων