Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
απών
- απόδοση: που απουσιάζει / που λείπει κυριολεκτικά ή μεταφορικά
- αντίθετο: παρών
- γένη: -ών -ούσα -όν
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
επί των ημερών μας η ποιότητα είναι απούσα
ως προσωπικότητα είναι ανύπαρκτη λες & είναι απούσα