Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
απρόβλεπτος
- απόδοση: που δεν μπορεί να τον προβλέψει κανείς
- αντίθετο: προβλέψιμος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αντιμετώπισε μία καθ΄ όλα απρόβλεπτη κατάσταση
η αντιπαράθεση διογκώνεται διαρκώς με απρόβλεπτες εξελίξεις
η συμπεριφορά του υπήρξε απρόβλεπτη
προέκυψε λ παράγοντας & ανέστειλε τις εξελίξεις επ’ αόριστον