Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
άπραγος
- απόδοση: άπειρος / αδαής / που δεν έχει πείρα της ζωής / που δεν κατορθώνει να φέρει εις πέρας το επιδιωκόμενο
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
παρά τις προσπάθειες μεταπείσεώς του τις οποίες κατέβαλε έφυγε λ