Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αποφασισμένος
- απόδοση: ο λαμβάνων απόφαση μεταξύ δύο ή περισσότερων προσφερόμενων δυνατοτήτων
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αποφασισμένη…
λ για όλα χωρίς ηθικές αναστολές
λ να γράψει ιστορία στο χώρο του θεάματος
λ να δώσει τον καλύτερό της εαυτό σε αυτό τον σκοπό
λ να εξεύρει λύση αρκούντως ικανοποιητική
λ να ιππεύσει επί του σαρκίου του
λ να μην κλείσει μάτι ώσπου να επιλέξει το ορθό
λ να πάει μπροστά
λ να πετύχει παντοιοτρόπως
λ να πράξει παν δυνατόν