Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
απότοκος
- απόδοση: το προκύπτων ως συνέπεια ή αποτέλεσμα γεγονότος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η ψυχική του κατάσταση είναι απότοκη της κατάντιας του
η κατάσταση αποτελεί απότοκο της κακοτυχίας του