Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αποσταθεροποίηση
- απόδοση: η ενέργεια διατάραξης της ομαλότητος πράγματος ή καταστάσεως
- αντίθετο: σταθεροποίηση
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αποφάσεις που ενδεχομένως οδηγήσουν την εταιρεία σε λ
επιδιώκει την πλήρη λ του καθεστώτος αποσκοπώντας στην ανατροπή του